κρειοφάγος

κρειοφάγος
κρειοφάγος, f.l. for κριο-, Nic.Th.50.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρειοφάγος — κρειοφάγος, ον (Α) σαρκοφάγος, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο βλ. κρεο + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”